ὑφασμέναι

ὑφασμέναι
ὑ̱φασμέναι , ὑφάζω
perf part mp fem nom/voc pl
ὑ̱φασμένᾱͅ , ὑφάζω
perf part mp fem dat sg (doric aeolic)
ὑ̱φασμέναι , ὑφαίνω
weave
perf part mp fem nom/voc pl
ὑ̱φασμένᾱͅ , ὑφαίνω
weave
perf part mp fem dat sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λεπτουργία — η (AM λεπτουργία) [λεπτουργός] καλλιτεχνική επεξεργασία, δούλεμα με λεπτότητα, λεπτή τέχνη («σινδόνες ὑφασμέναι ὁμοίως κατὰ λεπτουργίαν ταῑς ἐκ τῶν ἐρίων πεποιημέναις», Ιώσ.) μσν. (για τη Δημιουργία) δεξιοτεχνική κατασκευή αρχ. 1. λεπτολογία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”